- ἀπολαύει
- ἀπολαύωhave enjoyment ofpres ind mp 2nd sgἀπολαύωhave enjoyment ofpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δημογέρων — και δημογέροντας, ο (AM δημογέρων, Α και δαμογέρων) ο γεροντότερος στον δήμο, αυτός που απολαύει τον μεγαλύτερο σεβασμό μετά τον ηγεμόνα, ο πρόκριτος νεοελλ. εκλεγμένος άρχοντας τής ελληνικής κοινότητας, με διοικητική και αστυνομική εξουσία αρχ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
απολαμβάνω — απολαμβάνω, απόλαυσα βλ. πίν. 98 Σημειώσεις: απολαμβάνω : συναντάται μερικές φορές και ο λόγιος αόριστος απήλαυσα. Σπάνια χρησιμοποιείται ο λόγιος ενεστώτας απολαύω σε εκφράσεις όπως: απολαύει της εμπιστοσύνης (→ έχει την εμπιστοσύνη...) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия